μετακλητός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μετακλητός, -ή, -ό
- που έχει μετακληθεί ή μπορεί να μετακληθεί
- (ειδικότερα) που καλείται λόγω εξειδίκευσης ή επιστημονικής κατάρτισης να προσφέρει είτε την τέχνη του είτε τις επιστημονικές του γνώσεις.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετακλητός
|