μεταλλουργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταλλουργία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική métallurgie < νεολατινική metallurgia < ελληνιστική κοινή μεταλλουργῶ[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.ta.luɾˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ταλ‐λουρ‐γί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταλλουργία θηλυκό
- (μεταλλουργία) o τεχνικός και οικονομικός κλάδος που ασχολείται με την παραγωγή και κατεργασία καθαρών μετάλλων και κραμάτων.
- βιοτεχνική ή βιομηχανική μονάδα που επεξεργάζεται το μέταλλο και παράγει μεταλλικά αντικείμενα (βλ. μεταλλοτεχνείο, μεταλλοτεχνία)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταλλουργία
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μεταλλουργία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταλλουργία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)