μεταπείθω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταπείθω < μετα- + πείθω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.taˈpi.θo/

Ρήμα[επεξεργασία]

μεταπείθω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]