μετασχηματιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετασχηματιστικός η μετασχηματιστική το μετασχηματιστικό
      γενική του μετασχηματιστικού της μετασχηματιστικής του μετασχηματιστικού
    αιτιατική τον μετασχηματιστικό τη μετασχηματιστική το μετασχηματιστικό
     κλητική μετασχηματιστικέ μετασχηματιστική μετασχηματιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετασχηματιστικοί οι μετασχηματιστικές τα μετασχηματιστικά
      γενική των μετασχηματιστικών των μετασχηματιστικών των μετασχηματιστικών
    αιτιατική τους μετασχηματιστικούς τις μετασχηματιστικές τα μετασχηματιστικά
     κλητική μετασχηματιστικοί μετασχηματιστικές μετασχηματιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετασχηματιστικός < μετασχηματίζω + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

μετασχηματιστικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]