μετατροπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετατροπία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετατροπία θηλυκό
- (μουσική) η τονική απόκλιση, η μετάβαση από τη μία τονικότητα στη άλλη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετατροπία