μετατρόχιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μετατρόχιο τα μετατρόχια
      γενική του μετατρόχιου των μετατρόχιων
    αιτιατική το μετατρόχιο τα μετατρόχια
     κλητική μετατρόχιο μετατρόχια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετατρόχιο < μετα- + τροχός + -ιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετατρόχιο ουδέτερο

  • η απόσταση μεταξύ των δύο μπροστινών (ή των δύο πίσω) τροχών στο αυτοκίνητο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]