μεταφορτώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

μεταφορτώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μεταφορτώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταφορτώνω
  3. θα μεταφορτώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταφορτώνω