μετοικεσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετοικεσία οι μετοικεσίες
      γενική της μετοικεσίας των μετοικεσιών
    αιτιατική τη μετοικεσία τις μετοικεσίες
     κλητική μετοικεσία μετοικεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετοικεσία < ελληνιστική μετοικεσία < μετοικῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετοικεσία θηλυκό

  1. η μετάβαση σε άλλο τόπο, πιθανόν σε άλλη χώρα, για μόνιμη εγκατάσταση, η αλλαγή τόπου κατοικίας
    Οι απαλλαγές παρέχονται στα πρόσωπα που έχουν τη συνήθη κατοικία τους στο εξωτερικό, επειδή μεταφέρουν τη συνήθη κατοικία τους στην Ελλάδα, δηλαδή επειδή εγκαθίστανται μόνιμα στην Ελλάδα όπου μεταφέρουν ή δημιουργούν τους προσωπικούς και επαγγελματικούς τους δεσμούς. Επισημαίνεται λοιπόν ότι οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να ζητούν πιστοποιητικό Μετοικεσίας και να ασκούν το δικαίωμα, εφόσον πραγματικά έχουν αποφασίσει να εγκατασταθούν μόνιμα στην Ελλάδα, διαφορετικά, σε περίπτωση εικονικής Μετοικεσίας, συντελείται παράβαση η οποία συνεπάγεται την άρση της χορηγηθείσας απαλλαγής και εφαρμογή κυρώσεων. (από το δικτυακό τόπο gsis.gr)
  2. μετοικεσία στη Βαβυλώνα: η αναγκαστική μετοίκηση του λαού του Ισραήλ στη Βαβυλώνα μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλώνιους

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]