μετονομασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετονομασία < μετονομάζω, μετονομάζομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετονομασία θηλυκό Η αλλαγή ονόματος κάποιου ή κάποιας.
παραδείγματα[επεξεργασία]
- Ο Σαούλ μετονομάστηκε σε Παύλος
- Η ING μετονομάστηκε σε NN.