μηδίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηδίζω < αρχαία ελληνική Μηδίζω < Μῆδος + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

μηδίζω

  1. (ιστορία) δηλώνω υποταγή στους Μήδους και τους ακολουθώ, πάω με το μέρος τους
  2. (μεταφορικά) προδίδω, αυτομολώ, προσχωρώ στον εχθρό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]