μηδενισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηδενισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μηδενίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
μηδενισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μηδενίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηδενισμένος
|