μηλωτή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μηλωτή οι μηλωτές
      γενική της μηλωτής των μηλωτών
    αιτιατική τη μηλωτή τις μηλωτές
     κλητική μηλωτή μηλωτές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηλωτή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μηλωτή (δέρμα προβάτου ή κριαριού) < μῆλον (πρόβατο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μηλωτή θηλυκό

  1. (λόγιο, παρωχημένο) προβιά, ένδυμα ή σκέπασμα από δέρμα προβάτου
  2. πανωφόρι ή κάλυμμα των ώμων από χοντρό δέρμα ζώου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]