μητροσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μητροσκόπιο < μήτρα + -σκόπιο ( < αρχαία ελληνική σκοπέω, εξετάζω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μητροσκόπιο ουδέτερο
- όργανο της μαιευτικής - γυναικολογίας το οποίο διαστέλλει τα τοιχώματα του κόλπου για να μπορέσει ο γιατρός να δεί την είσοδο της μήτρας και να την εξετάσει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μητροσκόπιο
|