μηχανάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηχανάκι τα μηχανάκια
      γενική
    αιτιατική το μηχανάκι τα μηχανάκια
     κλητική μηχανάκι μηχανάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηχανάκι < μηχανή + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μηχανάκι ουδέτερο

  1. μοτοποδήλατο
  2. μικρός υπολογιστής τσέπης που μπορεί να εκτελεί αριθμητικές πράξεις
  3. (παρωχημένο) το φλιπεράκι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]