μηχανολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηχανολογία < μηχανο- + -λογία, απόδοση για την αγγλική mechanical engineering [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.xa.no.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐χα‐νο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηχανολογία θηλυκό
- (τεχνολογία, μηχανολογία) τεχνική επιστήμη με αντικείμενο έρευνας και μελέτης την κατασκευή και λειτουργία μηχανών
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη μηχανή
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηχανολογία
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μηχανολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μηχανο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Μηχανολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)