μιγαδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μιγαδικός αρσενικό
- ο συσχετιζόμενος με τους μιγάδες
- (μαθηματικά) αριθμός που έχει πραγματικό και φανταστικό μέρος
Επίθετο[επεξεργασία]
μιγαδικός
- μ(ε)ικτός