μιζανσέν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μιζανσέν < γαλλική mise en scène

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μιζανσέν θηλυκό άκλιτο

  • φιλμογραφική ή θεατρική μετατροπή του σενάριου από τον ή τους δημιουργούς με μία δράση και σε ένα ντεκόρ για να εξασφαλισθεί η γενική αρμονία ενός θεατρικού έργου ή φιλμ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]