μικρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μικρά < μικρή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικρά θηλυκό
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- ορισμένες φορές η ειρωνεία συνίσταται στο ότι απευθύνεται σε γυναίκες που δεν είναι μικρής ηλικίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικρά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μικρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μικρό