μικραίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικραίνω < μεσαιωνική ελληνική μικραίνω < ελληνιστική κοινή μικρύνω + -αίνω < αρχαία ελληνική μικρός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /miˈkɾe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐κραί‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

μικραίνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι μικρότερο
  2. (αμετάβατο) γίνομαι ή φαίνομαι μικρότεροςνεότερος)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]