μικροοικονομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροοικονομικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική microéconomique < αρχαία ελληνική μικρός + οἰκονομικός < οἶκος + νέμω
Επίθετο[επεξεργασία]
μικροοικονομικός, -ή, -ό
- (οικονομία) που έχει σχέση με την μικροοικονομία ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) μικροοικονομική
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροοικονομικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)