μικροψυχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροψυχία < αρχαία ελληνική μικροψυχία < μικροψυχέω < μικρόψυχος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροψυχία θηλυκό
- η ιδιότητα του μικρόψυχου, η έλλειψη σθένους και μεγαλοσύνης ή κατά τον Αριστοτέλη η αδυναμία της ψυχής να προξενήσει οτιδήποτε κρίσιμο: ούτε ευτυχία αλλά ούτε και ατυχία, ούτε τιμή, ούτε και ατιμία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροψυχία