μιλημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μιλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μιλάω, μιλώ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.liˈme.nos/
Μετοχή[επεξεργασία]
μιλημένος, -η, -ο
- συνεννοημένος
- ήταν μιλημένοι από πριν
- τα είχανε μιλημένα: τα είχαν συμφωνημένα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μιλημένος
|