μιλιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μηλιά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μιλιά οι μιλιές
      γενική της μιλιάς των μιλιών
    αιτιατική τη μιλιά τις μιλιές
     κλητική μιλιά μιλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μιλιά < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /miˈʎa/ με συνίζηση -ια
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐λιά
ομόηχο: μηλιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μιλιά θηλυκό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • χάνω τη μιλιά μουδείτε την έκφραση: μένω άγαλμα
  • μου κόπηκε η μιλιά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]