μισαλλοδοξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μισαλλοδοξία < μισαλλόδοξος + -ία < μισώ + αλλόδοξος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.sa.lo.ðoˈksi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μισαλλοδοξία θηλυκό
- το μίσος εναντίον όσων έχουν διαφορετική άποψη (πολιτική τοποθέτηση, θρησκεία κ.λπ)
- πολιτική μισαλλοδοξία, θρησκευτική μισαλλοδοξία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μισαλλοδοξία