μισοκοιμάμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μισοκοιμάμαι < μισο- (<μισός) + κοιμάμαι

Ρήμα[επεξεργασία]

μισοκοιμάμαι

  1. κοιμάμαι πολύ ελαφρά
    δεν με ξύπνησες, μισοκοιμόμουνα
     συνώνυμα: κοιμάμαι μ' ένα μάτι, λαγοκοιμάμαι
  2. νυστάζω
    πήγαινε στο κρεβάτι σου, αφού μισοκοιμάσαι!

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]