μνῆμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μνῆμᾰ τὰ μνήμᾰτ
      γενική τοῦ μνήμᾰτος τῶν μνημᾰ́των
      δοτική τῷ μνήμᾰτ τοῖς μνήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ μνῆμᾰ τὰ μνήμᾰτ
     κλητική ! μνῆμᾰ μνήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μνήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  μνημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μνῆμα, ήδη ομηρικό < θέμα μνη- όπως στο μιμνήσκω [1] πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men-, σκέφτομαι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μνῆμα ουδέτερο δωρικός τύπος μνᾶμα

  1. το αναμνηστικό, εκείνο που ανακαλεί στη μνήμη κάτι, ενθύμιο
  2. μνημείο
  3. τάφος
  4. αφιέρωμα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]