μοιραίος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μοιραῖος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μοιραίος η μοιραία το μοιραίο
      γενική του μοιραίου της μοιραίας του μοιραίου
    αιτιατική τον μοιραίο τη μοιραία το μοιραίο
     κλητική μοιραίε μοιραία μοιραίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μοιραίοι οι μοιραίες τα μοιραία
      γενική των μοιραίων των μοιραίων των μοιραίων
    αιτιατική τους μοιραίους τις μοιραίες τα μοιραία
     κλητική μοιραίοι μοιραίες μοιραία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοιραίος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μοιραῖος < μοῖρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /miˈɾe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μοι‐ραί‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

μοιραίος, -α, -ο

  1. προκαθορισμένος από τη μοίρα
    Φαίνεται ότι ήταν μοιραίο να συναντηθούμε
    ※  Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
    προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
    Κώστας Βάρναλης (1884-1974), ποίημα "Οι Μοιραίοι", τελευταίοι στίχοι 35‑36 @greek-language.gr
     συνώνυμα: αναπόφευκτος
  2. που οδηγεί στην έκβαση μιας υπόθεσης
    μοιραία απόφαση, μοιραίο λάθος
     συνώνυμα: κρίσιμος, αποφασιστικός
  3. επικίνδυνος, θανατηφόρος
    μοιραίο ατύχημα
  4. επικίνδυνα ελκυστικός
    μοιραία γυναίκα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

→ δείτε και τις λέξεις προκαθορισμένος, αναπόφευκτος και επικίνδυνος