μοιρογνωμόνιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μοιρογνωμόνιο τα μοιρογνωμόνια
      γενική του μοιρογνωμόνιου των μοιρογνωμόνιων
    αιτιατική το μοιρογνωμόνιο τα μοιρογνωμόνια
     κλητική μοιρογνωμόνιο μοιρογνωμόνια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοιρογνωμόνιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μοιρογνωμόνιον (δείκτης σε διόπτρα) < μοῖρ(α) + -ο- + γνωμόνιον < αρχαία ελληνική γνώμων

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mi.ɾo.ɣnoˈmo.ni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μοι‐ρο‐γνω‐μό‐νι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μοιρογνωμόνιο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]