μολύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μολύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μολύνω, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική pollute

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmo.lin.si/

Ρήμα[επεξεργασία]

μολύνω (παθητική φωνή: μολύνομαι)

  1. (βιολογία) εισάγω σε ένα ζωντανό οργανισμό παθογόνους μικροοργανισμούς
  2. (συνεκδοχικά) ρυπαίνω
  3. (μεταφορικά) προκαλώ αλλοίωση σε ηθικό ή πνευματικό επίπεδο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]