μονοκούκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
μονοκούκι (τροπικό)
- (κυριολεκτικά) με ένα μόνο κουκί. Χρησιμοποιείται συνήθως για ψήφο και σημαίνει πως ψηφίζουν όλοι τον ίδιο υποψήφιο ή συνδυασμό.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ψηφίζω μονοκούκι: ψηφίζω έναν μόνο υποψήφιο ή έναν μόνο συνδυασμό
- Θα ψηφίσω μονοκούκι τον άνθρωπό μας.
- βγαίνω μονοκούκι: εκλέγομαι με μεγάλη διαφορά ή χωρίς αντίπαλο
- Τόσα χρόνια έβγαινε μονοκούκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονοκούκι ουδέτερο
- η κυριαρχία ενός μόνο υποψηφίου σε εκλογικές διαδικασίες. Ο μονοκομματισμός
- Επιτέλους, έσπασε το μονοκούκι!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοκούκι
|