μονοκούκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονοκούκι < πρόθημα μονο- (μόνος) + κουκί.

Επίρρημα[επεξεργασία]

μονοκούκι (τροπικό)

  • (κυριολεκτικά) με ένα μόνο κουκί. Χρησιμοποιείται συνήθως για ψήφο και σημαίνει πως ψηφίζουν όλοι τον ίδιο υποψήφιο ή συνδυασμό.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  1. ψηφίζω μονοκούκι: ψηφίζω έναν μόνο υποψήφιο ή έναν μόνο συνδυασμό
    Θα ψηφίσω μονοκούκι τον άνθρωπό μας.
  2. βγαίνω μονοκούκι: εκλέγομαι με μεγάλη διαφορά ή χωρίς αντίπαλο
    Τόσα χρόνια έβγαινε μονοκούκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μονοκούκι ουδέτερο

Επιτέλους, έσπασε το μονοκούκι!

Μεταφράσεις[επεξεργασία]