μονολιθικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονολιθικότητα οι μονολιθικότητες
      γενική της μονολιθικότητας των μονολιθικοτήτων
    αιτιατική τη μονολιθικότητα τις μονολιθικότητες
     κλητική μονολιθικότητα μονολιθικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονολιθικότητα < μονολιθικός + -ότητα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μονολιθικότητα θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος μονολιθικός
  2. (μεταφορικά) το να είναι κάποιος ή κάτι αδιαίρετος, μονοσύστατος, χωρίς συστατικά (ή χωρίς δεύτερο συστατικό), μερολογικό απλό (mereological simple)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]