μονστέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονστέρα < νεολατινική monstera < λατινική monstruosus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μονστέρα θηλυκό

  • φυτό εσωτερικού χώρου που ξεχωρίζει από τα φύλλα του τα οποία περιέχουν φυσικά ανοίγματα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]