μοντέλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μοντέλο τα μοντέλα
      γενική του μοντέλου των μοντέλων
    αιτιατική το μοντέλο τα μοντέλα
     κλητική μοντέλο μοντέλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοντέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική modello

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μοντέλο ουδέτερο

  1. οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως δείγμα για να δημιουργηθεί κάτι καινούργιο
     συνώνυμα: πρότυπο
  2. (επάγγελμα) επαγγελματίας που εργάζεται στο χώρο της μόδας ή σε προώθηση προϊόντων, που παρουσιάζεται / φωτογραφείται φορώντας ρούχα ή χρησιμοποιώντας προϊόντα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Υπώνυμα[επεξεργασία]

(πληροφορική):

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

(πληροφορική):

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]