μοντέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοντέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική monteur < montage
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μοντέρ αρσενικό άκλιτο
- (επάγγελμα, κινηματογράφος) στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, ο καλλιτέχνης που ασχολείται με το μοντάζ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μοντέρ
|
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Κινηματογράφος (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)