μοντελισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοντελισμός < μοντέλο + -ισμός < ιταλική modello < λατινική modus ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική modeling)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mo.de.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐ντε‐λι‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μοντελισμός αρσενικό
- η συναρμολόγηση μοντέλων αεροπλάνων, πλοίων κ.λπ., τα οποία αποτελούν μικρογραφία των αυθεντικών
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μοντέλο
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)