μονόχρωμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονόχρωμος < αρχαία ελληνική μονόχρωμος < μόνος + χρῶμα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /moˈno.xro.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νό‐χρω‐μος
Επίθετο[επεξεργασία]
μονόχρωμος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μονοχρωμάτορας
- μονοχρωμία
- μονοχρωμικός
- μονοχρωματικός
- → δείτε τις λέξεις μόνος και χρώμα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονόχρωμος