μορμονισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μορμονισμός οι μορμονισμοί
      γενική του μορμονισμού των μορμονισμών
    αιτιατική τον μορμονισμό τους μορμονισμούς
     κλητική μορμονισμέ μορμονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μορμονισμός (μαρτυρείται από το 1889) < (λόγιο δάνειο) αγγλική mormonism [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μορμονισμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.