μορφωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /moɾ.foˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μορ‐φω‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
μορφωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μορφώνω: που έχει μορφωθεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- λήγουν σε -μορφωμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μορφωμένος