μουλάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μουλάς οι μουλάδες
      γενική του μουλά των μουλάδων
    αιτιατική τον μουλά τους μουλάδες
     κλητική μουλά μουλάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μουλάς μέσα σε τέμενος

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουλάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μουλάς < τουρκική molla < περσική ملا < αραβική مولى (mawlā: ιερωμένος, φύλακας)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /muˈlas/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μουλάς αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]