μουνόψειρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουνόψειρα θηλυκό
- είδος ψείρας (συνήθως από συκιά κατά το καλοκαίρι) που στο ανθρώπινο σώμα εγκρίνει ως στέγη μόνο τον βουβωνικό χώρο & κυρίως τα γεννητικά όργανα