μουρμουρητό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μουρμουρητό τα μουρμουρητά
      γενική του μουρμουρητού των μουρμουρητών
    αιτιατική το μουρμουρητό τα μουρμουρητά
     κλητική μουρμουρητό μουρμουρητά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουρμουρητό < μουρ μουρ (ηχητική περιγραφή) + -ητό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μουρμουρητό ουδέτερο

  1. χαμηλόφωνη και όχι απόλυτα κατανοητή ομιλία
  2. άλλος παρόμοιος ήχος
  3. η μουρμούρα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]