μουσώνας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μουσώνας οι μουσώνες
      γενική του μουσώνα των μουσώνων
    αιτιατική τον μουσώνα τους μουσώνες
     κλητική μουσώνα μουσώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουσώνας < (λόγιο δάνειο) γαλλική mousson[1] < πορτογαλική monção < αραβική موسم (mausim, εποχή του έτους) < ρίζα و س م‎ (w-s-m)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /muˈso.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μου‐σώ‐νας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μουσώνας αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]