μουφλούζης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μουφλούζης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μουφλούζης η μουφλούζα το μουφλούζικο
      γενική του μουφλούζη της μουφλούζας του μουφλούζικου
    αιτιατική τον μουφλούζη τη μουφλούζα το μουφλούζικο
     κλητική μουφλούζη μουφλούζα μουφλούζικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μουφλούζηδες οι μουφλούζες τα μουφλούζικα
      γενική των μουφλούζηδων των μουφλούζικων
    αιτιατική τους μουφλούζηδες τις μουφλούζες τα μουφλούζικα
     κλητική μουφλούζηδες μουφλούζες μουφλούζικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουφλούζης < μεσαιωνική ελληνική μουφλούζης < τουρκική müflis [1] < αραβική مفلس (muflis)

Επίθετο[επεξεργασία]

μουφλούζης, -α, -ικο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]