μούσκλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μούσλι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μούσκλι τα μούσκλια
      γενική του μουσκλιού των μουσκλιών
    αιτιατική το μούσκλι τα μούσκλια
     κλητική μούσκλι μούσκλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μούσκλι < μεσαιωνική ελληνική μούσκλιον < λατινική muscus (βρύο)[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mus-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmu.skli/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μούσκλι ουδέτερο

  • (φυτό) βρύο
    Σ’ ένα σκιερό δάσος, καθισμένο σ’ έναν κορμό σκεπασμένο με μούσκλια, ένα αγόρι κρατά στα δυο του χέρια ένα μικρό βιβλίο το οποίο διαβάζει μες στην απαλή σιγαλιά, άρχοντας χρόνου και χώρου. (*)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  1. με επίδραση τού musculus, υποκοριστικού του mus (ποντίκι, μυς)