μούτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μούτρα ουδέτερο στον πληθυντικό
- το μούτρο, η μούρη
- τα μούτρα σου είναι βρώμικα και δεν θα βγούμε έξω αν δεν τα πλύνεις
- (μεταφορικά) η αυτοπεποίθηση
- έκφραση του προσώπου που δηλώνει δυσαρέσκεια
- Τι έχεις; Τι μούτρα είναι αυτά;
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- αρπάζω κάποιον από τα μούτρα
- για τα μούτρα μου
- κάνω μούτρα
- κρατάω μούτρα
- ξινίζω τα μούτρα μου
- πετάω στα μούτρα κάποιου κάτι
- πέφτουν τα μούτρα μου
- πέφτω με τα μούτρα
- ρίχνομαι με τα μούτρα
- ρίχνω τα μούτρα μου
- σαν τα μούτρα μου: (με χλευαστική, ειρωνική διάθεση) τόσο χάλια όσο χάλια είμαι κι εγώ
- σπάω τα μούτρα κάποιου
- σπάω τα μούτρα μου
- τρώω τα μούτρα μου
- τρίβω στα μούτρα κάποιου κάτι
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μούτρα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μούτρο