μούτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μούτρα ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. το μούτρο, η μούρη
    τα μούτρα σου είναι βρώμικα και δεν θα βγούμε έξω αν δεν τα πλύνεις
  2. (μεταφορικά) η αυτοπεποίθηση
  3. έκφραση του προσώπου που δηλώνει δυσαρέσκεια
    Τι έχεις; Τι μούτρα είναι αυτά;

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

μούτρα ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μούτρο