μούχρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μούχρωμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) το χάσιμο της λάμψης
- (μεταφορικά) δειλινό, σούρουπο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μουχρός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μούχρωμα