μπάμπω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η μπάμπω
      γενική της μπάμπως
    αιτιατική την μπάμπω
     κλητική μπάμπω
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπάμπω < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης бабо, κλητική τού баба < πρωτοσλαβική *baba (νηπιακή λέξη) + [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈba.bo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπά‐μπω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπάμπω θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (λαϊκότροπο) ηλικιωμένη γυναίκα
  2. (λαογραφία, γαστρονομία) παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο έδεσμα της Θράκης

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)