μπαινοβγαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπαινοβγαίνω < μπαίνω + βγαίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

μπαινοβγαίνω

  1. μπαίνω και βγαίνω διαρκώς
  2. συχνάζω, γίνομαι θαμώνας

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]