μπακότερμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπακότερμα τα μπακοτέρματα
      γενική του μπακοτέρματος των μπακοτερμάτων
    αιτιατική το μπακότερμα τα μπακοτέρματα
     κλητική μπακότερμα μπακοτέρματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπακότερμα < αγγλική back + τέρμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπακότερμα ουδέτερο

  1. ανεπίσημο είδος ποδοσφαιρικού αγώνα στον οποίο δεν υπάρχει κανονικός τερματοφύλακας αλλά τα καθήκοντά του αναλαμβάνει περιστασιακά ένας προκαθορισμένος παίκτης όποτε βρίσκεται μέσα στη μεγάλη περιοχή
  2. ο παίκτης που εκτελεί παράλληλα και χρέη τερματοφύλακα στο προαναφερόμενο παιχνίδι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]