μπαμπέσης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπαμπέσης οι μπαμπέσηδες
      γενική του μπαμπέση των μπαμπέσηδων
    αιτιατική τον μπαμπέση τους μπαμπέσηδες
     κλητική μπαμπέση μπαμπέσηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπαμπέσης < (άμεσο δάνειο) αλβανική pabesë με τροπή του [p] σε [b], από τη συμπροφορά του άρθρου στην αιτιατική [ton-p] > [tomb] > [tom-b],[1] (→ δείτε και τη λέξη παμπέσης)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπαμπέσης (θηλυκό: μπαμπέσα)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]